γενικότητα — η 1. η ιδιότητα τού γενικού 2. ασάφεια, αοριστία … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
καθολικότητα — η (Α καθολικότης) νεοελλ. η ιδιότητα τού καθολικού, η γενικότητα αρχ. το αξίωμα και υπούργημα τού καθολικού* στην ελλ. Αίγυπτο, η διαχείριση, η διοίκηση τών κρατικών γαιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι απόδοση στην… … Dictionary of Greek
κοινότητα — Όρος που χρησιμοποιείται με πολλές έννοιες, συνηθέστερα ως συνώνυμος της κοινωνίας, της κοινωνικής οργάνωσης και του κοινωνικού συστήματος ή της συλλογικής δραστηριότητας. Ιστορικά καθιερώθηκε και ταυτίστηκε με την έννοια μιας ειδικής εδαφικής… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
οπότερος — ὁπότερος, επικ. τ. ὁππότερος, ιων. τ. ὁκότερος, έρα, ον (Α) (αντων.) 1. (ως αναφ.) ποιος από τους δύο 2. (με το ἂν ή το κεν και με υποτ. σχετικά με αόρ. γενικότητα) όποιος από τους δύο και αν, οποιοσδήποτε 3. (ως αόρ.) ο ένας από τους δύο, όποιος … Dictionary of Greek
συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Αναξίμανδρος — I (Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ.). Φιλόσοφος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ήταν πάντως αρχηγός της Σχολής της Μιλήτου στα μέσα του 6ου αι., μετά τον Θαλή. Από το έργο του διασώζεται μια περικοπή που αναφέρει ο Αριστοτέλης και… … Dictionary of Greek